σαρκοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σαρκοειδής | η | σαρκοειδής | το | σαρκοειδές |
γενική | του | σαρκοειδούς* | της | σαρκοειδούς | του | σαρκοειδούς |
αιτιατική | τον | σαρκοειδή | τη | σαρκοειδή | το | σαρκοειδές |
κλητική | σαρκοειδή(ς) | σαρκοειδής | σαρκοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σαρκοειδείς | οι | σαρκοειδείς | τα | σαρκοειδή |
γενική | των | σαρκοειδών | των | σαρκοειδών | των | σαρκοειδών |
αιτιατική | τους | σαρκοειδείς | τις | σαρκοειδείς | τα | σαρκοειδή |
κλητική | σαρκοειδείς | σαρκοειδείς | σαρκοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαρκοειδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασαρκοειδής
- αυτός που μοιάζει με σάρκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαρκοειδής
|