↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρκοειδής η σαρκοειδής το σαρκοειδές
      γενική του σαρκοειδούς* της σαρκοειδούς του σαρκοειδούς
    αιτιατική τον σαρκοειδή τη σαρκοειδή το σαρκοειδές
     κλητική σαρκοειδή(ς) σαρκοειδής σαρκοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρκοειδείς οι σαρκοειδείς τα σαρκοειδή
      γενική των σαρκοειδών των σαρκοειδών των σαρκοειδών
    αιτιατική τους σαρκοειδείς τις σαρκοειδείς τα σαρκοειδή
     κλητική σαρκοειδείς σαρκοειδείς σαρκοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαρκοειδής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σαρκοειδής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία