σαρκοείδωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαρκοείδωση | οι | σαρκοειδώσεις |
γενική | της | σαρκοείδωσης* | των | σαρκοειδώσεων |
αιτιατική | τη | σαρκοείδωση | τις | σαρκοειδώσεις |
κλητική | σαρκοείδωση | σαρκοειδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαρκοειδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαρκοείδωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sarcoidosis < sarcoid + -osis < αρχαία ελληνική σάρξ + εἶδος (πβ. αρχαία ελληνική σαρκοειδής)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαρκοείδωση θηλυκό
- (πάθηση, ιατρική) αυτοάνοσο νόσημα που προσβάλλει αρχικά τους πνεύμονες και αργότερα και άλλα όργανα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαρκοείδωση
Πηγές
επεξεργασία- σαρκοείδωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)