Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ακτινογραφία θώρακα δείχνει την παρουσία κοκκιωμάτων στη βάση των πνευμόνων. Τυπική εικόνα της σαρκοείδωσης.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρκοείδωση οι σαρκοειδώσεις
      γενική της σαρκοείδωσης* των σαρκοειδώσεων
    αιτιατική τη σαρκοείδωση τις σαρκοειδώσεις
     κλητική σαρκοείδωση σαρκοειδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαρκοειδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρκοείδωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sarcoidosis < sarcoid +‎ -osis < αρχαία ελληνική σάρξ + εἶδος (πβ. αρχαία ελληνική σαρκοειδής)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαρκοείδωση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία