Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαντουρίστας οι σαντουρίστες
      γενική του σαντουρίστα των σαντουριστών
    αιτιατική τον σαντουρίστα τους σαντουρίστες
     κλητική σαντουρίστα σαντουρίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαντουρίστας < σαντούρ(ι) + -ίστας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαντουρίστας αρσενικό (θηλυκό σαντουρίστα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία