σαντουρίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασαντουρίστας < σαντούρ(ι) + -ίστας
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαντουρίστας αρσενικό (θηλυκό σαντουρίστα)
- (επίσημο, επάγγελμα) αυτός που παίζει σαντούρι
- ※ Δεξιοτέχνης σαντουρίστας, αλλά και βιολιστής, ξυλοφωνίστας και εκτελεστής κρουστών (@ianos.gr)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαντουρίστας
|