σαντουριέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασαντουριέρης < σαντούρ(ι) + -ιέρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαντουριέρης αρσενικό (θηλυκό σαντουριέρισσα)
- (λαϊκότροπο, επάγγελμα) άλλη μορφή του σαντουρίστας
- ※ Κεντρικό θέμα της παρούσας πτυχιακής αποτελεί ο σαντουριέρης Κώστας Ζαφειρίου από την Αγιάσο της Λέσβου με εστίαση στο κομμάτι της διδακτικής του μεθοδολογίας. (* Ιδρυματικό Αποθετήριο ΤΕΙ Ηπείρου)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σαντουριέρης
|