Δείτε επίσης: Σαντορινιός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαντορινιός η σαντορινιή το σαντορινιό
      γενική του σαντορινιού της σαντορινιής του σαντορινιού
    αιτιατική τον σαντορινιό τη σαντορινιή το σαντορινιό
     κλητική σαντορινιέ σαντορινιή σαντορινιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαντορινιοί οι σαντορινιές τα σαντορινιά
      γενική των σαντορινιών των σαντορινιών των σαντορινιών
    αιτιατική τους σαντορινιούς τις σαντορινιές τα σαντορινιά
     κλητική σαντορινιοί σαντορινιές σαντορινιά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαντορινιός < Σαντορίνη + -ιός

  Επίθετο

επεξεργασία

σαντορινιός, -ιά, -ιό

  1. που προέρχεται από τη Σαντορίνη
    σαντορινιό κρασί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία