σανσκριτολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σανσκριτολόγος < σανσκριτ-ικά + -λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασανσκριτολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- γλωσσολόγος ειδικευμένος στα σανσκριτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία σανσκριτολόγος
|
σανσκριτολόγος αρσενικό ή θηλυκό
|