Εργάτης με κίτρινη σαλοπέτα.
Μωρό με σαλοπέτα.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαλοπέτα οι σαλοπέτες
      γενική της σαλοπέτας των σαλοπετών
    αιτιατική τη σαλοπέτα τις σαλοπέτες
     κλητική σαλοπέτα σαλοπέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαλοπέτα θηλυκό (ενδυμασία)

  1. τύπος φόρμας εργασίας
  2. (συνεκδοχικά) κάθε ενδυμασία (ανδρική ή γυναικεία) που συνδυάζει παντελόνι (είτε μακρύ, είτε κοντό) με επιστήθιο και τιράντες

Μεταφράσεις

επεξεργασία