σαλοπέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σαλοπέτα < γαλλική salopette < saloper < salope < sale < παλαιά γαλλικά sale < φραγκικά *salo < πρωτογερμανική *salwaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *salw- / *sal- (βρομιά, βρομερός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαλοπέτα θηλυκό (ενδυμασία)
- τύπος φόρμας εργασίας
- (συνεκδοχικά) κάθε ενδυμασία (ανδρική ή γυναικεία) που συνδυάζει παντελόνι (είτε μακρύ, είτε κοντό) με επιστήθιο και τιράντες