σαλβάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαλβάρι | τα | σαλβάρια |
γενική | του | σαλβαριού | των | σαλβαριών |
αιτιατική | το | σαλβάρι | τα | σαλβάρια |
κλητική | σαλβάρι | σαλβάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλβάρι ουδέτερο
- φαρδύ παντελόνι που φορούσαν παλιά άνδρες και γυναίκες
- ※ Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της καθημερινής φορεσιάς των γυναικών της Σίλλης ήταν το σαλβάρι, που ήταν μια μεγάλη φαρδιά και φουσκωτή βράκα. (Γ΄ συμπόσιο λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χορού, Ήπειρος-Μακεδονία-Θράκη, Αλεξανδρούπολη, 14-18 Οκτωβρίου 1976: Πρακτικά, σελ. 188, 1979 [1])
- ※
από της γης στο άπειρον να φθάνη τούρανού ,
και από εκεί κατέβαιναν συμπλέγματα χαρίτων,
γυναίκες όλων των φυλών και των εθνικοτήτων
με νυκτικά πουκάμισα, σαλβάρια και πασούμια,
και όλαις του εφαίνοντο ώσαν ραχάτ - λουκούμια
- (Δον Ζουάν, Γεώργιος Σουρής (1853-1919), Ποιήματα)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαλβάρι
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σαλβάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας