↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαδιστής οι σαδιστές
      γενική του σαδιστή των σαδιστών
    αιτιατική τον σαδιστή τους σαδιστές
     κλητική σαδιστή σαδιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  sadist

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sa.ðiˈstis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαδιστής αρσενικό, σαδίστρια θηλυκό

  • αυτός που αντλεί απόλαυση από το να προκαλεί πόνο, σωματικό ή ψυχικό, στους άλλους

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία