Δείτε επίσης: σικύς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σίκυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σικύα (αγριαγγουριά) → και δείτε τις λέξεις σικύς και σίκυς (αρσενικό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίκυς θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σίκυς οἱ σίκυες
      γενική τοῦ σίκυος τῶν σικύων
      δοτική τῷ σίκυῐ̈ τοῖς σίκυσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σίκυν τοὺς σίκυς
     κλητική ! σίκυ σίκυες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σίκυε
γεν-δοτ τοῖν  σικύοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σίκυς αρσενικό (ως θηλυκό, μεταγενέστερα)

  Πηγές επεξεργασία