σίδη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σίδη | αἱ | σῖδαι |
γενική | τῆς | σίδης | τῶν | σιδῶν |
δοτική | τῇ | σίδῃ | ταῖς | σίδαις |
αιτιατική | τὴν | σίδην | τὰς | σίδᾱς |
κλητική ὦ! | σίδη | σῖδαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σίδᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σίδαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- σίδη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίδη, -ης θηλυκό
- (δέντρο) ροδιά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἑλκῶν, (De ulceribus), 11, @scaife.perseus
- ἀτὰρ καὶ τῆς συκῆς τὰ φύλλα καὶ τῆς ἐλαίης, καὶ τὸ πράσιον. ἕψειν δὲ ταῦτα πάντα, μάλιστα δὲ τούτων ἕψειν τὸν ἄγνον, καὶ τὴν συκῆν, καὶ τὴν ἐλαίην, καὶ τῆς σίδης τὰ φύλλα ὡσαύτως ἕψειν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἑλκῶν, (De ulceribus), 11, @scaife.perseus
- (φρούτο) καρπός της ροδιάς, ρόδι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- σίδη < → λείπει η ετυμολογία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σίδη | αἱ | σίδαι | ||||
γενική | τῆς | σίδης | τῶν | σιδῶν | ||||
δοτική | τῇ | σίδῃ | ταῖς | σίδαις | ||||
αιτιατική | τὴν | σίδην | τὰς | σίδᾱς | ||||
κλητική ὦ! | σίδη | σίδαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σίδᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σίδαιν | ||||||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίασίδη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό) ποώδες υδροχαρές φυτό στον Ορχομενό της Βοιωτίας
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 4.10.3, @scaife.perseus
- Ἡ δὲ σίδη την μὲν μορφήν ἐστιν ὁμοία τῇ μήκωνι· καὶ γὰρ τὸ ἄνω κυτινῶδες τοιοῦτον ἔχει.
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 4.10.7, @scaife.perseus
- Ἐδώδιμα δ ἐστὶ τῶν ἐν τῇ λίμνῃ τάδε· ἡ μὲν σίδη καὶ αὐτὴ καὶ τὰ φύλλα τοῖς προβάτοις, ὁ δὲ βλαστὸς τοῖς ὑσίν, ὁ δὲ καρπὸς τοῖς ἀνθρώποις.
- ≈ συνώνυμα: νυμφαία
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 4.10.3, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- σίδη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σίδη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.