Δείτε επίσης: Σίδη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σίδη αἱ σῖδαι
      γενική τῆς σίδης τῶν σιδῶν
      δοτική τῇ σίδ ταῖς σίδαις
    αιτιατική τὴν σίδην τὰς σίδᾱς
     κλητική ! σίδη σῖδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σίδ
γεν-δοτ τοῖν  σίδαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
σίδη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σίδη, -ης θηλυκό

  1. (δέντρο) ροδιά
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἑλκῶν, (De ulceribus), 11, @scaife.perseus
    ἀτὰρ καὶ τῆς συκῆς τὰ φύλλα καὶ τῆς ἐλαίης, καὶ τὸ πράσιον. ἕψειν δὲ ταῦτα πάντα, μάλιστα δὲ τούτων ἕψειν τὸν ἄγνον, καὶ τὴν συκῆν, καὶ τὴν ἐλαίην, καὶ τῆς σίδης τὰ φύλλα ὡσαύτως ἕψειν.
  2. (φρούτο) καρπός της ροδιάς, ρόδι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
σίδη < λείπει η ετυμολογία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σίδη αἱ σίδαι
      γενική τῆς σίδης τῶν σιδῶν
      δοτική τῇ σίδ ταῖς σίδαις
    αιτιατική τὴν σίδην τὰς σίδᾱς
     κλητική ! σίδη σίδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σίδ
γεν-δοτ τοῖν  σίδαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σίδη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)