ῥόα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ῥόᾱ | αἱ | ῥόαι |
γενική | τῆς | ῥόᾱς | τῶν | ῥοῶν |
δοτική | τῇ | ῥόᾳ | ταῖς | ῥόαις |
αιτιατική | τὴν | ῥόᾱν | τὰς | ῥόᾱς |
κλητική ὦ! | ῥόᾱ | ῥόαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥόᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥόαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ῥόα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥόα, -ας θηλυκό
- (δέντρο) ροδιά
- (φρούτο) ρόδι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1268 (1267-1269)
- οὗτος ὅν γ᾽ ἐγώ ποτ᾽ εἶδον | ἀντὶ μήλου καὶ ῥοᾶς δει-|πνοῦντα μετὰ Λεωγόρου·
- ναι, τον είδα μια φορά | όχι μ᾽ ένα μήλο πια, μ᾽ ένα ρόδι να δειπνά· | στου Λεωγόρα το λαμπρό έτρωγε αρχοντόσπιτο!
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- οὗτος ὅν γ᾽ ἐγώ ποτ᾽ εἶδον | ἀντὶ μήλου καὶ ῥοᾶς δει-|πνοῦντα μετὰ Λεωγόρου·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Νόμοι, 8, 845b (845b-845c) @scaife.perseus
- ἀπίων δὲ πέρι καὶ μήλων καὶ ῥοῶν καὶ πάντων τῶν τοιούτων, αἰσχρὸν μὲν μηδὲν ἔστω λάθρᾳ λαμβάνειν, ὁ δὲ ληφθεὶς ἐντὸς τριάκοντα ἐτῶν γεγονὼς τυπτέσθω καὶ ἀμυνέσθω ἄνευ τραυμάτων, δίκην δʼ εἶναι ἐλευθέρῳ τῶν τοιούτων πληγῶν μηδεμίαν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1268 (1267-1269)
- ρόζος σε σχήμα ροδιού
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ελληνιστική : ῥοιά
- ιωνικός & επικός τύπος : ῥοιή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ῥόα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥόα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.