ῥοιή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ῥοιή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαῥοιή, -ῆς θηλυκό
- (δέντρο, φρούτο) ιωνικός & επικός τύπος του ῥόα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 115 (114-116)
- ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθόωντα, | ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι | συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι.
- Εκεί ήσαν φυτεμένα δέντρα ψηλά και φουντωμένα· | ροδιές κι οι απιδιές, μηλιές με μήλα χρυσοκόκκινα, | συκιές με σύκα μέλι, κι οι καρπερές ελιές.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθόωντα, | ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι | συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι.
- 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 589 (588-590)
- δένδρεα δ᾽ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν, | ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι | συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι·
- Κι ακόμη υπήρχαν δέντρα, ψηλά και φουντωμένα, με καρπούς να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του — | οι αχλαδιές, ροδιές, μηλιές με τα χρυσά τους μήλα, | συκιές ολόγλυκες και καρπισμένα λιόδεντρα·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- δένδρεα δ᾽ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν, | ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι | συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι·
- 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 115 (114-116)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
Πηγές
επεξεργασία- ῥόα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥοιή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.