Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάουνα οι σάουνες
      γενική της σάουνας
    αιτιατική τη σάουνα τις σάουνες
     κλητική σάουνα σάουνες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάουνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική sauna < φινλανδική sauna < πρωτοφιννοουγγρική *savńa < πρωτοουραλική *sakńa (χειμερινό κατάλυμα, λάκκος σκαμμένος μέσα στο χιόνι για προσωρινό καταφύγιο)
 
Ξύλινο κουβούκλιο για σάουνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάουνα θηλυκό

  1. λουτρό θερμότητας μέσα σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο που ακολουθείται από ψυχρό λουτρό και προσφέρει χαλάρωση και αναζωογόνηση
  2. ο χώρος μέσα στον οποίο αναπτύσσονται πολύ υψηλές θερμοκρασίες, ώστε να εκτεθεί σε αυτές ο λουόμενος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία