Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σάλαγος οι σάλαγοι
      γενική του σάλαγου των σάλαγων
    αιτιατική τον σάλαγο τους σάλαγους
     κλητική σάλαγε σάλαγοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάλαγος < (αναδρομικός σχηματισμός) σαλαγ(ώ) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsa.la.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σά‐λα‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάλαγος αρσενικό

  1. οι φωνές που βάζει ο βοσκός όταν θέλει να δώσει οδηγίες σε ένα κοπάδι
  2. το βουητό που παράγει ένα κοπάδι ζώων
  3. (γενικότερα) ο θόρυβος

  Μεταφράσεις επεξεργασία