σάλαγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σάλαγος | οι | σάλαγοι |
γενική | του | σάλαγου | των | σάλαγων |
αιτιατική | τον | σάλαγο | τους | σάλαγους |
κλητική | σάλαγε | σάλαγοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σάλαγος < (αναδρομικός σχηματισμός) σαλαγ(ώ) + -ος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsa.la.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σά‐λα‐γος
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάλαγος αρσενικό
- οι φωνές που βάζει ο βοσκός όταν θέλει να δώσει οδηγίες σε ένα κοπάδι
- το βουητό που παράγει ένα κοπάδι ζώων
- (γενικότερα) ο θόρυβος
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωνές βοσκού για να οδηγήσει τα πρόβατα
|
βουητό που κάνει ένα κοπάδι
|
θόρυβος
→ δείτε τη λέξη θόρυβος |