ρώσσικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρώσσικος | η | ρώσσικη | το | ρώσσικο |
γενική | του | ρώσσικου | της | ρώσσικης | του | ρώσσικου |
αιτιατική | τον | ρώσσικο | τη | ρώσσικη | το | ρώσσικο |
κλητική | ρώσσικε | ρώσσικη | ρώσσικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρώσσικοι | οι | ρώσσικες | τα | ρώσσικα |
γενική | των | ρώσσικων | των | ρώσσικων | των | ρώσσικων |
αιτιατική | τους | ρώσσικους | τις | ρώσσικες | τα | ρώσσικα |
κλητική | ρώσσικοι | ρώσσικες | ρώσσικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο επεξεργασία
ρώσσικος, -η, -ο