ροϊκότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαροϊκότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) (λόγιο) η ιδιότητα του ροϊκού, η ιδιότητα ή η ικανότητα που έχει κάποιος ή κάτι να ρέει (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
- Είναι ακριβώς η εξισορρόπηση της συγκίνησης του ποιητικού υποκειμένου χάρη στα μέσα του «ποιητή γεωμέτρη» –ύψιστο ιδανικό της ποιητικής θεωρίας του Ελύτη–, η οποία δημιουργεί μια αίσθηση ροϊκότητας και ανακύκλησης. (Ευριπίδης Γαραντούδης, Το ερωτικό μπεστ-σέλερ της ελληνικής μοντέρνας ποίησης: το Μονόγραμμα του Ελύτη και η πρόσληψή του)