Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ροδοπελεκάνος οι ροδοπελεκάνοι
      γενική του ροδοπελεκάνου των ροδοπελεκάνων
    αιτιατική τον ροδοπελεκάνο τους ροδοπελεκάνους
     κλητική ροδοπελεκάνε ροδοπελεκάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ροδοπελεκάνος < ρόδο + -ο- + πελεκάνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ροδοπελεκάνος αρσενικό

  • (πτηνό) είδος πελεκάνου
    Σημαντικοί αριθμοί του παγκοσμίως απειλούμενου με εξαφάνιση αργυροπελεκάνου (Pelecanus crispus) και του ροδοπελεκάνου (Pelecanus onocrotalus) παρατηρήθηκαν κατά την πρώτη πανελλαδική απογραφή που έγινε σε 30 υγροτόπους της χώρας. Συνολικά καταγράφηκαν 3.564 αργυροπελεκάνοι σε 16 υγρότοπους και 684 ροδοπελεκάνοι σε 9 αντίστοιχες περιοχές. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία