Δείτε επίσης: ῥοδοδάφνη, Ροδοδάφνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ροδοδάφνη οι ροδοδάφνες
      γενική της ροδοδάφνης των ροδοδαφνών
    αιτιατική τη ροδοδάφνη τις ροδοδάφνες
     κλητική ροδοδάφνη ροδοδάφνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ροδοδάφνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥοδοδάφνη[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈðaf.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐δο‐δάφ‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ροδοδάφνη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία