ρινοψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρινοψία | οι | ρινοψίες |
γενική | της | ρινοψίας | των | ρινοψιών |
αιτιατική | τη | ρινοψία | τις | ρινοψίες |
κλητική | ρινοψία | ρινοψίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρινοψία θηλυκό
- (ιατρική) είδος στραβισμού, ο συγκλίνων στραβισμός, όταν τα δύο μάτια κοιτάζουν προς τη μύτη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρινοψία
|