ρινοδέλφινο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Άνθρωπος και ρινοδέλφινο
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ρινοδέλφινο < ρίνα + -ο- + δελφίνι + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bottlenose dolphin)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ρινοδέλφινο ουδέτερο
- (ιχθυολογία) είδος δελφινιού
- Ένα ρινοδέλφινο πλησιάζει τους δύτες και στρέφει προς την πλευρά τους το λαβωμένο αριστερό πτερύγιό του. Σε ένα σπάνιο περιστατικό αλληλεγγύης μεταξύ θηλαστικών, το δελφίνι μοιάζει να αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι ίσως είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν. (*)
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
- Tursiops truncatus
- Tursiops aduncus
- Tursiops australis
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ρινοδέλφινο