↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ριζίτης οι ριζίτες
      γενική του ριζίτη των ριζιτών
    αιτιατική τον ριζίτη τους ριζίτες
     κλητική ριζίτη ριζίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ριζίτης < ρίζα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ριζίτης αρσενικό, θηλυκό ριζίτισσα

  1. που κατοικεί στα ριζά ενός βουνού
  2. (ειδικότερα) Κρητικός που κατοικεί στα ριζά των Λευκών Ορέων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία