ριζίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ριζίτης | οι | ριζίτες |
γενική | του | ριζίτη | των | ριζιτών |
αιτιατική | τον | ριζίτη | τους | ριζίτες |
κλητική | ριζίτη | ριζίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ριζίτης < ρίζα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαριζίτης αρσενικό, θηλυκό ριζίτισσα
- που κατοικεί στα ριζά ενός βουνού
- (ειδικότερα) Κρητικός που κατοικεί στα ριζά των Λευκών Ορέων
Μεταφράσεις
επεξεργασία ριζίτης
|