Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ριζίτισσα οι ριζίτισσες
      γενική της ριζίτισσας των ριζιτισσών
    αιτιατική τη ριζίτισσα τις ριζίτισσες
     κλητική ριζίτισσα ριζίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ριζίτισσα < ριζίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ριζίτισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  ριζίτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία