ρηχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρηχία | οι | ρηχίες |
γενική | της | ρηχίας | των | ρηχιών |
αιτιατική | τη | ρηχία | τις | ρηχίες |
κλητική | ρηχία | ρηχίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρηχία θηλυκό
- (λόγιο) το χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο φτάνει η επιφάνεια της θάλασσας στη διάρκεια ενός πλήρους κύκλου παλίρροιας - άμπωτης, η τελευταία φάση της άμπωτης