Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥαχία < ῥάσσω (από το θέμα του ῥαγ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥαχία θηλυκό ( & ιωνικός τύποςῥηχίη), ρηχία

  1. το σκάσιμο των κυμάτων στο γιαλό
  2. το κύμα που σκάει στην παραλία
  3. πλημμυρίδα, φουσκονεριά
  4. κατακλυσμός, πλημμύρα
  5. πετρώδης γιαλός, τα ρηχά


Συγγενικά

επεξεργασία