ραφιναρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαραφιναρία θηλυκό
- η επεξεργασία ακατέργαστου πυρηνέλαιου και η μετατροπή του σε συγκεκριμένης ποιότητας λάδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραφιναρία
|
ραφιναρία θηλυκό
|