ραδιοφαρμακευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιοφαρμακευτικός < ραδιοφαρμακευτική + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
ραδιοφαρμακευτικός, -ή, -ό, το θηλυκό φέρεται ουσιαστικοποιημένο
- (φαρμακευτική): ο σχετικός με ραδιοφαρμακευτική
- "ραδιοφαρμακευτικός έλεγχος"
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιοφαρμακευτικός
|