ραδιοφάσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραδιοφάσμα < ραδιο- + φάσμα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική radio spectrum[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραδιοφάσμα ουδέτερο
- (φυσική) εύρος ηλεκτρομαγνητικών συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση ραδιοφωνικών σημάτων, σε διάφορες ζώνες συχνοτήτων, οι οποίες χρησιμοποιούνται για διαφορετικούς σκοπούς, όπως ραδιοφωνία, τηλεόραση, κινητή τηλεφωνία κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία- ραδιοφασματικός
- ραδιοφασματογράφος
- → και δείτε τις λέξεις ράδιο και φάσμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραδιοφάσμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ραδιοφάσμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)