Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραδιομετεωρολογικός η ραδιομετεωρολογική το ραδιομετεωρολογικό
      γενική του ραδιομετεωρολογικού της ραδιομετεωρολογικής του ραδιομετεωρολογικού
    αιτιατική τον ραδιομετεωρολογικό τη ραδιομετεωρολογική το ραδιομετεωρολογικό
     κλητική ραδιομετεωρολογικέ ραδιομετεωρολογική ραδιομετεωρολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραδιομετεωρολογικοί οι ραδιομετεωρολογικές τα ραδιομετεωρολογικά
      γενική των ραδιομετεωρολογικών των ραδιομετεωρολογικών των ραδιομετεωρολογικών
    αιτιατική τους ραδιομετεωρολογικούς τις ραδιομετεωρολογικές τα ραδιομετεωρολογικά
     κλητική ραδιομετεωρολογικοί ραδιομετεωρολογικές ραδιομετεωρολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιομετεωρολογικός < ραδιομετεωρολογία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ραδιομετεωρολογικός, -ή, -ό,

  1. (μετεωρολογία): ο σχετικός με ραδιομετεωρολογία
  2. ο σχετικός με ραδιομετεωρολόγο

  Μεταφράσεις επεξεργασία