ραβδούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραβδούχος < αρχαία ελληνική ῥαβδοῦχος < ῥάβδος + -οῦχος (< ἔχω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραβδούχος αρσενικό
- αυτός που κρατά ράβδο ως όπλο για την τήρηση της τάξης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραβδούχος
|