• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ραβδούχος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ραβδούχος οι ραβδούχοι
      γενική του ραβδούχου των ραβδούχων
    αιτιατική τον ραβδούχο τους ραβδούχους
     κλητική ραβδούχε ραβδούχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ραβδούχος < αρχαία ελληνική ῥαβδοῦχος < ῥάβδος + -οῦχος (< ἔχω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ραβδούχος αρσενικό

  • αυτός που κρατά ράβδο ως όπλο για την τήρηση της τάξης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ραβδούχος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ραβδούχος&oldid=5510106"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 06:38

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 06:38.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας