πύρνον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πύρνον | τὰ | πύρνᾰ |
γενική | τοῦ | πύρνου | τῶν | πύρνων |
δοτική | τῷ | πύρνῳ | τοῖς | πύρνοις |
αιτιατική | τὸ | πύρνον | τὰ | πύρνᾰ |
κλητική ὦ! | πύρνον | πύρνᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πύρνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πύρνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πύρνον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπύρνον, -ου ουδέτερο άλλη μορφή του πύρνος
- σταρένιο ψωμί
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 312 (311-312)
- κατὰ δὲ πτόλιν αὐτὸς ἀνάγκῃ | πλάγξομαι, αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ.
- Όσο για μένα, που είμαι ζορισμένος, | θα περιπλανηθώ μετά κάτω στην πόλη, μήπως και κάποιος μου προσφέρει, μ᾽ ένα καυκί κρασί, λίγο ψωμί.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- κατὰ δὲ πτόλιν αὐτὸς ἀνάγκῃ | πλάγξομαι, αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 12 (10-12)
- τὸν ξεῖνον δύστηνον ἄγ᾽ ἐς πόλιν, ὄφρ᾽ ἂν ἐκεῖθι | δαῖτα πτωχεύῃ· δώσει δέ οἱ ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι | πύρνον καὶ κοτύλην·
- τον άμοιρο τον ξένο οδήγησε στην πόλη, εκεί | να ζητιανέψει το φαΐ του, όποιος θελήσει να του δώσει | ψωμί σταρένιο, κούπα με κρασί.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τὸν ξεῖνον δύστηνον ἄγ᾽ ἐς πόλιν, ὄφρ᾽ ἂν ἐκεῖθι | δαῖτα πτωχεύῃ· δώσει δέ οἱ ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι | πύρνον καὶ κοτύλην·
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3.81, 114d-114e @scaife.perseus.
- Φιλήμων δ’ ἐν αʹ παντοδαπῶν χρηστηρίων πύρνον φησι καλεῖσθαι τὸν ἐκ πυρῶν ἀσήστων γινόμενον ἄρτον καὶ πάντα ἐν ἑαυτῷ ἔχοντα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 312 (311-312)
- ψωμί από αλεύρι με πίτουρα
- (γενικότερα) φαγητό, κρέας, βελανίδια
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 362 (360-363)
- αὐτὰρ Ἀθήνη | ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα | ὄτρυν᾽, ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι, | γνοίη θ᾽ οἵ τινές εἰσιν ἐναίσιμοι οἵ τ᾽ ἀθέμιστοι·
- ήλθε και στάθηκε η Αθηνά | στον Οδυσσέα πλάι, γιο του Λαέρτη, | και τον ξεσήκωσε για να μαζέψει τ᾽ αποφάγια των μνηστήρων, | να μάθει ποιοι το μέτρο σέβονται και ποιοι το δίκιο καταργούν
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ Ἀθήνη | ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα | ὄτρυν᾽, ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι, | γνοίη θ᾽ οἵ τινές εἰσιν ἐναίσιμοι οἵ τ᾽ ἀθέμιστοι·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 362 (360-363)
Πηγές
επεξεργασία- πύρνον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πύρνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.