πωμάτισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πωμάτισμα < πωματίζω + -μα < ελληνιστική κοινή πωματίζω < αρχαία ελληνική πῶμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πωμάτισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πωματίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πωμάτισμα
|