πωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πωματίζω < ελληνιστική κοινή πωματίζω < αρχαία ελληνική πῶμα
Ρήμα
επεξεργασίαπωματίζω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πωματίζω | πωμάτιζα | θα πωματίζω | να πωματίζω | πωματίζοντας | |
β' ενικ. | πωματίζεις | πωμάτιζες | θα πωματίζεις | να πωματίζεις | πωμάτιζε | |
γ' ενικ. | πωματίζει | πωμάτιζε | θα πωματίζει | να πωματίζει | ||
α' πληθ. | πωματίζουμε | πωματίζαμε | θα πωματίζουμε | να πωματίζουμε | ||
β' πληθ. | πωματίζετε | πωματίζατε | θα πωματίζετε | να πωματίζετε | πωματίζετε | |
γ' πληθ. | πωματίζουν(ε) | πωμάτιζαν πωματίζαν(ε) |
θα πωματίζουν(ε) | να πωματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πωμάτισα | θα πωματίσω | να πωματίσω | πωματίσει | ||
β' ενικ. | πωμάτισες | θα πωματίσεις | να πωματίσεις | πωμάτισε | ||
γ' ενικ. | πωμάτισε | θα πωματίσει | να πωματίσει | |||
α' πληθ. | πωματίσαμε | θα πωματίσουμε | να πωματίσουμε | |||
β' πληθ. | πωματίσατε | θα πωματίσετε | να πωματίσετε | πωματίστε | ||
γ' πληθ. | πωμάτισαν πωματίσαν(ε) |
θα πωματίσουν(ε) | να πωματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πωματίσει | είχα πωματίσει | θα έχω πωματίσει | να έχω πωματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πωματίσει | είχες πωματίσει | θα έχεις πωματίσει | να έχεις πωματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πωματίσει | είχε πωματίσει | θα έχει πωματίσει | να έχει πωματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πωματίσει | είχαμε πωματίσει | θα έχουμε πωματίσει | να έχουμε πωματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πωματίσει | είχατε πωματίσει | θα έχετε πωματίσει | να έχετε πωματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πωματίσει | είχαν πωματίσει | θα έχουν πωματίσει | να έχουν πωματίσει |
|