Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυρότουβλο τα πυρότουβλα
      γενική του πυρότουβλου των πυρότουβλων
    αιτιατική το πυρότουβλο τα πυρότουβλα
     κλητική πυρότουβλο πυρότουβλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρότουβλο < πυρό- + τούβλο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική firebrick[1]
 
Τζάκι με πυρότουβλα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈɾo.tu.vlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρό‐του‐βλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρότουβλο ουδέτερο

  • είδος τούβλου που δεν παραμορφώνεται σε σχετικά ψηλές θερμοκρασίες, όπως αυτές που αναπτύσσονται στα τζάκια

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία