πυρόσφαιρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυρόσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrosphère[1] < αρχαία ελληνική πῦρ, πυρό- + σφαῖρα (σφαίρα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυρόσφαιρα θηλυκό
- (παρωχημένο, γεωλογία) παλιά ονομασία του πυρήνα της Γης
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυρόσφαιρα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πυρόσφαιρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας