Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρόσφαιρα οι πυρόσφαιρες
      γενική της πυρόσφαιρας
    αιτιατική την πυρόσφαιρα τις πυρόσφαιρες
     κλητική πυρόσφαιρα πυρόσφαιρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρόσφαιρα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrosphère[1] < αρχαία ελληνική πῦρ, πυρό- + σφαῖρα (σφαίρα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρόσφαιρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία