πυροτεχνική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυροτεχνική < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πυροτεχνικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πυροτεχνική θηλυκό
- (επάγγελμα) η τέχνη ή η εργασία του πυροτέχνη
- (στρατιωτικός όρος, επάγγελμα) άλλη μορφή του πυροτεχνουργία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυροτεχνική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πυροτεχνική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του πυροτεχνικός