Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυροτεχνική οι πυροτεχνικές
      γενική της πυροτεχνικής των πυροτεχνικών
    αιτιατική την πυροτεχνική τις πυροτεχνικές
     κλητική πυροτεχνική πυροτεχνικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροτεχνική < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πυροτεχνικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυροτεχνική θηλυκό

  1. (επάγγελμα) η τέχνη ή η εργασία του πυροτέχνη
  2. (στρατιωτικός όρος, επάγγελμα) άλλη μορφή του πυροτεχνουργία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πυροτεχνική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία