πυροτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυροτεχνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyrotechnie + -ία < αρχαία ελληνική πῦρ + τέχνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυροτεχνία θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυροτεχνία
|
πυροτεχνία θηλυκό
|