πυρομετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυρομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrométrie < αρχαία ελληνική πῦρ + μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυρομετρία θηλυκό
- (τεχνολογία) η μέτρηση υψηλότατων θερμοκρασιών καθώς και οι σχετικές γνώσεις και διαδικασίες