↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρολιθικός η πυρολιθική το πυρολιθικό
      γενική του πυρολιθικού της πυρολιθικής του πυρολιθικού
    αιτιατική τον πυρολιθικό την πυρολιθική το πυρολιθικό
     κλητική πυρολιθικέ πυρολιθική πυρολιθικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρολιθικοί οι πυρολιθικές τα πυρολιθικά
      γενική των πυρολιθικών των πυρολιθικών των πυρολιθικών
    αιτιατική τους πυρολιθικούς τις πυρολιθικές τα πυρολιθικά
     κλητική πυρολιθικοί πυρολιθικές πυρολιθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυρολιθικός < πυρόλιθος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πυρολιθικός, -ή, -ό

  1. (γεωλογία): ο σχετικός με πυρόλιθο
  2. αυτός που περιέχει πυρόλιθο.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία