↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυροκλαστικός η πυροκλαστική το πυροκλαστικό
      γενική του πυροκλαστικού της πυροκλαστικής του πυροκλαστικού
    αιτιατική τον πυροκλαστικό την πυροκλαστική το πυροκλαστικό
     κλητική πυροκλαστικέ πυροκλαστική πυροκλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυροκλαστικοί οι πυροκλαστικές τα πυροκλαστικά
      γενική των πυροκλαστικών των πυροκλαστικών των πυροκλαστικών
    αιτιατική τους πυροκλαστικούς τις πυροκλαστικές τα πυροκλαστικά
     κλητική πυροκλαστικοί πυροκλαστικές πυροκλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυροκλαστικός < πυρ πυρο- + κλαστικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πυροκλαστικός, -ή, -ό

  1. (φυσική, γεωλογία) αυτός που διαιρείται, τεμαχίζεται σε υψηλή θερμοκρασία
  2. ο προερχόμενος από βίαιη ηφαιστειακή έκρηξη,
  3. περιγραφή υλικού και υφής του, από παραπάνω προέλευση
  4. χαρακτηρισμός πετρώματος από απόθεση παραπάνω υλικού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία