πυροκλαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πυροκλαστικός, -ή, -ό
- (φυσική, γεωλογία) αυτός που διαιρείται, τεμαχίζεται σε υψηλή θερμοκρασία
- ο προερχόμενος από βίαιη ηφαιστειακή έκρηξη,
- περιγραφή υλικού και υφής του, από παραπάνω προέλευση
- χαρακτηρισμός πετρώματος από απόθεση παραπάνω υλικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυροκλαστικός
|