Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρετοθεραπεία οι πυρετοθεραπείες
      γενική της πυρετοθεραπείας των πυρετοθεραπειών
    αιτιατική την πυρετοθεραπεία τις πυρετοθεραπείες
     κλητική πυρετοθεραπεία πυρετοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυρετοθεραπεία < πυρετ(ός) + -ο- + -θεραπεία, λόγιο ενδογενές δάνειο: • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρετοθεραπεία θηλυκό

  • (παρωχημένο) θεραπεία ψυχιατρικών και νευρολογικών νόσων μέσω τεχνητής αύξησης της θερμοκρασίας του σώματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία