↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυογόνος η πυογόνος
πυογόνα
το πυογόνο
      γενική του πυογόνου της πυογόνου
πυογόνας
του πυογόνου
    αιτιατική τον πυογόνο την πυογόνο
πυογόνα
το πυογόνο
     κλητική πυογόνε πυογόνε
πυογόνα
πυογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυογόνοι οι πυογόνοι
πυογόνες
τα πυογόνα
      γενική των πυογόνων των πυογόνων των πυογόνων
    αιτιατική τους πυογόνους τις πυογόνους
πυογόνες
τα πυογόνα
     κλητική πυογόνοι πυογόνοι
πυογόνες
πυογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυογόνος < πυο(ν) + -γόνος / pyogenes

  Επίθετο

επεξεργασία

πυογόνος, -ος/-α, -ο

  • (ιατρική) που παράγει πύον
    ※  Η οξεία παρωνυχία είναι επώδυνη πυογόνος λοίμωξη που εμφανίζεται μετά από τραυματισμό ή δευτερεύον τραύμα ([1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία