• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πυκνόφυλλος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνόφυλλος η πυκνόφυλλη το πυκνόφυλλο
      γενική του πυκνόφυλλου της πυκνόφυλλης του πυκνόφυλλου
    αιτιατική τον πυκνόφυλλο την πυκνόφυλλη το πυκνόφυλλο
     κλητική πυκνόφυλλε πυκνόφυλλη πυκνόφυλλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνόφυλλοι οι πυκνόφυλλες τα πυκνόφυλλα
      γενική των πυκνόφυλλων των πυκνόφυλλων των πυκνόφυλλων
    αιτιατική τους πυκνόφυλλους τις πυκνόφυλλες τα πυκνόφυλλα
     κλητική πυκνόφυλλοι πυκνόφυλλες πυκνόφυλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
πυκνόφυλλος < πυκνό- + -φυλλος

Επίθετο

επεξεργασία

πυκνόφυλλος, -η, -ο

  • που έχει πυκνό φύλλωμα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πυκνόφυλλος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πυκνόφυλλος&oldid=5578063"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Αυγούστου 2022, στις 06:27

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Αυγούστου 2022, στις 06:27.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας