Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυκνωτικό μικρόφωνο τα πυκνωτικά μικρόφωνα
      γενική του πυκνωτικού μικρόφωνου &
μικροφώνου
των πυκνωτικών μικρόφωνων &
μικροφώνων
    αιτιατική το πυκνωτικό μικρόφωνο τα πυκνωτικά μικρόφωνα
     κλητική πυκνωτικό μικρόφωνο πυκνωτικά μικρόφωνα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πυκνωτικό μικρόφωνο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία