πυκνωτικό μικρόφωνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυκνωτικό μικρόφωνο < → δείτε τις λέξεις πυκνωτικό και μικρόφωνο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική condenser microphone
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
πυκνωτικό μικρόφωνο ουδέτερο
- (τεχνολογία) τύπος μικροφώνου που χρησιμοποιεί τη μεταβολή του ηλεκτρικού φορτίου μεταξύ δύο ηλεκτρικά φορτισμένων πλακών (σε πυκνωτή), για να μετατρέψει τα ηχητικά κύματα σε ηλεκτρικό σήμα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Kondensatormikrofon στη γερμανική Βικιπαίδεια
- δυναμικό μικρόφωνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πυκνωτικό μικρόφωνο