πυκνωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πυκνωτής | οι | πυκνωτές |
γενική | του | πυκνωτή | των | πυκνωτών |
αιτιατική | τον | πυκνωτή | τους | πυκνωτές |
κλητική | πυκνωτή | πυκνωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πυκνωτής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική condensateur < condenser (συμπυκνώνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπυκνωτής αρσενικό
- (ηλεκτρολογία) γραμμικό, παθητικό ηλεκτρικό στοιχείο που αποθηκεύει ενέργεια σε ένα ηλεκτρικό πεδίο
- σύμβολο: C
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πυκνωτής στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυκνωτής