condensateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαcondensateur < condenser + -ateur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
condensateur | condensateurs |
condensateur (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) η πλήμνη ενός δικτύου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη condenser