Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτωχαλαζονεία οι πτωχαλαζονείες
      γενική της πτωχαλαζονείας των πτωχαλαζονειών
    αιτιατική την πτωχαλαζονεία τις πτωχαλαζονείες
     κλητική πτωχαλαζονεία πτωχαλαζονείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτωχαλαζονεία < πτωχαλαζών < αρχαία ελληνική πτωχαλαζών < πτωχός + ἀλαζών, μορφολογικά αναλύεται πτωχ- + αλαζονεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτωχαλαζονεία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία