πτωχαλαζονεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπτωχαλαζονεία < πτωχαλαζών < αρχαία ελληνική πτωχαλαζών < πτωχός + ἀλαζών, μορφολογικά αναλύεται πτωχ- + αλαζονεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτωχαλαζονεία θηλυκό
- η επίδειξη αλαζονείας από φτωχούς
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- πτωχαλαζών / πτωχαλαζόνας
- → δείτε τις λέξεις πτωχός και αλαζόνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία πτωχαλαζονεία
|