πτωχαλαζόνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πτωχαλαζόνας < αρχαία ελληνική πτωχαλαζών, μορφολογικά αναλύεται πτωχ- + αλαζόνας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτωχαλαζόνας αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του πτωχαλαζών
Μεταφράσεις
επεξεργασία πτωχαλαζόνας
|