πτωτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
πτωτικά
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πτωτικά
|
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πτωτικά | ||
γενική | των | πτωτικών | ||
αιτιατική | τα | πτωτικά | ||
κλητική | πτωτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
πτωτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πτωτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτωτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γραμματική) όσα μέρη του λόγου έχουν πτώσεις
Μεταφράσεις επεξεργασία
πτωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πτωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πτωτικός