Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτυχολογία οι πτυχολογίες
      γενική της πτυχολογίας των πτυχολογιών
    αιτιατική την πτυχολογία τις πτυχολογίες
     κλητική πτυχολογία πτυχολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτυχολογία < πτυχ(ή) + -ο- + -λογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pti.xo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτυ‐χο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτυχολογία θηλυκό

  • ο σχεδιασμός των πτυχών σε ένα ένδυμα
    ※  Οι έντονες χρωματικές κλίμακες, οι γραμμικές εκτελέσεις και τα γεωμετρικά μοτίβα, η μετωπική διάταξη των μορφών, η έλλειψη τρίτης διάστασης, η σχηματοποιημένη γεωμετρίζουσα πτυχολογία, οι στερεομετρικοί όγκοι και η κατανομή τους στο χώρο είναι χαρακτηριστικά που ως προδρομικά ζωγραφικά στοιχεία ευθέως παραπέμπουν στον κυβισμό, το φωβισμό, τον υπερρεαλισμό ή και τον εξπρεσιονισμό.
    Ιστορώντας την Υπέρβαση, 3 Ιουλίου 2013, archaiologia.gr

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πτυχολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)